- τιοῦν
- τίζωto be always asking 'what?fut part act masc voc sg (attic epic doric)τίζωto be always asking 'what?fut part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτείχισμα — το (Α ἐπιτείχισμα) [επιτειχίζω] οχύρωμα, αμυντικό έργο («εἰς τὸ ἐπιτείχισμα τὸ ἐν Ἐρετρίᾳ», Θουκ.) νεοελλ. τεχνικό έργο σε σιδηροδρομική γραμμή αρχ. 1. φραγμός, εμπόδιο, κώλυμα («ἐπιτείχισμα πρὸς τὸ μηδ’ ὁ τιοῡν παρακινεῑν», Δημοσθ.) 2. οτιδήποτε … Dictionary of Greek